-
1 ἀμφις-βητέω
ἀμφις-βητέω (- βαίνω), impf. ἠμφιςβήτουν, Andoc. 1, 27 Lys. 1, 29; ἠμφεςβήτει, Bekk. Plat. Menex. 242 d Dem. 39, 19; aor. ἠμφεςβήτησα, Plat. Gorg. 479 d; Dem. 27, 15; perf. ἠμφεσβήτηκα, ibid. 23; aor. pass. ἠμφιςβητήϑην, Isaeus 8, 44; Plat. Polit. 276 b; ἀμφιςβητήσεται ist pass. Theaet. 171 b; – in den Meinungen auseinander gehen, vgl. ἀμφὶς φράζεσϑαι, widersprechen, Her. 4, 14; von ἐρίζειν unterschieden, Plat. Prot. 337 a. – Von Plato an sehr häufig, bes. bei den Rednern. 1) im Widerspruch mit Jemandem, dagegen behaupten, Ggstz von ὁμολογέω, mit darauf folgendem acc. c. inf., z. B. Pla Gorg. 452 c; Dem. 19, 19, u. so οὐκ ἠμφεςβήτησε μὴ ἔχειν, er leugnete den Besitz nicht, 27, 15; vgl. Lys. 23, 13 u. Plat. Hipp. min. 269 d οὐκ ἀμφ. μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον; häufiger noch ὡς, z. B. ὡς οὐ γνώσεται Charm. 169 e; Parm. 135 a; ὅτι, Conv. 215 b; auch der bloße acc., wie ἓν τουτί Gorg. 472 d; τἀληϑῆ Men. 242 d; dah. geradezu bezweifeln, τὴν πραγμάτων ἰσότητα, Arist. – 2) streiten, rechten, πρός τινα Plat. Soph. 246 b; πρὸς ἓν ῥῆμα, gegen, um ein Wort rechten, Dem. 34, 33; häufiger τινί, z. B. Phaedr. 263 a; Is. 8, 27; οἱ ἀμφιςβητοῦντες, die Processirenden, Arist. rhet 1, 1. – Der Gegenstand des Streites wird mit dem gen. ausgedrückt, ἡμῖν τοῦ σίτου, Dem. 32, 9, streitet mit uns über das Getreide; vgl. Plat. Polit. 279 a; Polyb. 2, 71, 7; τινὶ περί τινος Plat. Polit. 268 a; τινὶ ὑπέρ τινος Polyb. 1. 71, 5; περί τι Plat. Menex. 237 c. – 3) Anspruch auf etwas machen, τινός, τοῠ εὐφρονεῖν Isocr. 5, 82; τῆς ἡγεμονίας 4, 20; τῆς ἀρχῆς Dem. 39, 19. – Auch im pass. nicht selten; πρᾶγμα ἀμφιςβητούμενον u. τὰ ἀμφιςβητούμενα, streitige Sachen, Punkte, Isocr. 5, 3; Thuc. 6, 10 u. öfter Polyb., z. B. 1, 68. 80; ἀμφιςβητεῖται ἔκ τινος Plat. Theaet. 171 d, von Einem bezweifelt werden; ἀμφιςβητεῖται περί τινος, es wird worüber gestritten, Rep. V, 457 e; περί τι Soph. 225 b.
См. также в других словарях:
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek